- ἑτεροιωτικός
- ἑτεροι-ωτικός, ή, όν,A alterative, ἡ τερατολογουμένη -ωτική, of Chrysippus' theory of sensation (cf. ἑτεροίωσις), Stoic.1.108.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ετεροιωτικός — ἑτεροιωτικός, ή, όν (Α) [ετεροιώ] 1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτική φρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
ἑτεροιωτικήν — ἑτεροιωτικός alterative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)